δανδής

δανδής
ο
άνδρας που δείχνει υπερβολική αδυναμία στην άκρα κομψότητα, τόσο στην ενδυμασία όσο και στους τρόπους, στα γούστα και την κοινωνική συμπεριφορά του, επιζητώντας να προβάλει επιδεικτικά τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) dandy, το οποίο πιθ. αποσπάστηκε από το jack -a-dandy «ματαιόδοξος και επιδεικτικός νεαρός» ή πρόκειται για το Dandy, χαϊδευτικό τού Andrew].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δάνδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανδής — ο (λ. αγγλ.), κομψευόμενος νέος, αυτός που ντύνεται επιτηδευμένα και αριστοκρατικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νταντής — ο δανδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dandy «κομψός, φιλάρεσκος»] …   Dictionary of Greek

  • παπιγιονάκιας — και παπιονάκιας, ο [παπιγιόν] κομψευόμενος νεαρός με προσποιητά αριστοκρατική συμπεριφορά, δανδής …   Dictionary of Greek

  • Μπρούμελ, Τζορτζ Μπράιαν — (George Bryan Brummel, Λονδίνο 1778 – Καν, Γαλλία 1840). Άγγλος δανδής, διάσημος για την κομψότητά του. Φίλος των μεγαλύτερων πολιτικών και αριστοκρατών, πέτυχε να επιβάλει τη μόδα σε όλη την καλή κοινωνία του Λονδίνου, που γοητεύτηκε από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”