- δανδής
- οάνδρας που δείχνει υπερβολική αδυναμία στην άκρα κομψότητα, τόσο στην ενδυμασία όσο και στους τρόπους, στα γούστα και την κοινωνική συμπεριφορά του, επιζητώντας να προβάλει επιδεικτικά τον εαυτό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) dandy, το οποίο πιθ. αποσπάστηκε από το jack -a-dandy «ματαιόδοξος και επιδεικτικός νεαρός» ή πρόκειται για το Dandy, χαϊδευτικό τού Andrew].
Dictionary of Greek. 2013.